Ο γιος απαίτησε το μερίδιο της περιουσίας του από τον Πατέρα του, το πήρε, έφυγε σε χώρα μακρινή και εκεί το διασκόρπισε.
Εκλέξαμε πολιτικούς στα μέτρα μας, αναδείξαμε και συντηρήσαμε την διεφθαρμένη εξουσία και κατασπαταλήσαμε τα δώρα του Πατέρα.
Σπιλώσαμε την δικαιοσύνη,
υπονομεύσαμε την δημοκρατία μας.
Η παγκοσμιοποίηση σμίκρυνε την πατρίδα, η «επιστημονική» ιστορία εξασθένισε το έθνος, η απόρριψη της θρησκείας ήρε τα σημεία αναφοράς.
Δώσαμε ομολογίες χρέους, αλλά κανείς δεν μας δάνειζε χρήματα με αντίκρυσμα χάρτινες υποσχέσεις.
Και τότε νοιώσαμε την απίστευτη μοναξιά που κουβαλούσαμε.
Κι ετοιμαζόμαστε να ξεπουλήσουμε ό,τι έχουμε και δεν έχουμε για να πάρουμε μια παράταση τρυφηλότητας,
επειδή ακόμη, ο αδερφός μου ο γερμανός, δεν με θέλει μαζί του,
επειδή ο αδερφός μου ο ευρωπαίος δεν θέλει να με στηρίξει,
επειδή ο αδερφός μου ο «νοικοκύρης» λέει: «ο υιός σου ούτος, ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών»…
Ο άσωτος γιος μετανοεί και προστρέχει στον Πατέρα του: «πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιον σου, και ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου», κι Αυτός ανοίγει την αγκαλιά του και σφάζει τον μόσχο τον σιτευτό.
όταν αισθανθούμε ειλικρινά την ασωτία μας,
όταν πάψουμε να θεωρούμε τους «άλλους» υπεύθυνους για την κατάντια μας,
όταν αποπέμψουμε τον πολιτικό που εμείς εκλέξαμε την ώρα που θα μας κλείσει το μάτι,
όταν θα αρνηθούμε στον διεφθαρμένο αξιωματούχο της εξουσίας να τον λαδώσουμε,
όταν σαν δάσκαλοι κάνουμε καλά και με πολλή αγάπη το μάθημά μας στα παιδιά μας,
όταν σκάψουμε το χωράφι μας κάνοντας πρώτα τον σταυρό μας,
όταν αγαπήσουμε τον συνάνθρωπο μας «ως εαυτούς»,
τότε ο μόσχος ο σιτευτός θα μας περιμένει στο τραπέζι, προσφορά από τον Πατέρα σε μένα και τους αγαπημένους μου.